- ευφίλητος
- εὐφίλητος, -ον (Α)αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ αγαπητός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Εὐφίλητος — wellbeloved masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφίλητος — wellbeloved masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφίλητον — εὐφίλητος wellbeloved masc acc sg εὐφίλητος wellbeloved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐφιλήτου — Εὐφίλητος wellbeloved masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφιλήτου — εὐφίλητος wellbeloved masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐφιλήτῳ — Εὐφίλητος wellbeloved masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφιλήτῳ — εὐφίλητος wellbeloved masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐφίλητε — Εὐφίλητος wellbeloved masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφίλητε — εὐφίλητος wellbeloved masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐφίλητον — Εὐφίλητος wellbeloved masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)